ἀναιδεῖς

ἀναιδεῖς
ἀναιδής
shameless
masc/fem acc pl
ἀναιδής
shameless
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • SOLYMA — I. SOLYMA singularis, et pluralis numeri, et Solymae, urbs clarissima Iudaeae, quae et Hierosolyma. Iuvenal. St. 6. v. 544. Interpres legum Solymarum. Item Solyma, urbs Lyciae mediterran. in colle, quae Solymus Straboni dicitur apud urbem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κολοιός — ο (Α κολοιός) η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ. β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.) αρχ. παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)… …   Dictionary of Greek

  • κυνάμυια — κυνάμυια, και μτγν. επ. τ. κυνόμυια, ἡ (Α) 1. μύγα που τσιμπάει τους σκύλους, σκυλόμυγα 2. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, αιτ. κύνα + μυῖα με αναβιβασμό τού τόνου εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”